- ταγματάρχῃ
- ταγματάρχηςleader of amasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ξανθουδάκης, Μιλτιάδης — (Χανιά 1833 – Αθήνα 1889). Οπλαρχηγός των Κρητικών απελευθερωτικών αγώνων. Σε αρκετά νεαρή ηλικία ήρθε στην Αθήνα όπου γράφτηκε στη νομική σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Αργότερα κατατάχτηκε στο στρατό σαν εθελοντής όπου έφτασε στο βαθμό του… … Dictionary of Greek
Spyros Moustaklis — Major Spyros Moustaklis ( el. Σπύρος Μουστακλής) (1926,Messolonghi 1986) was an officer of the Greek Army. During the military junta years in Greece, he actively opposed the dictatorship and suffered permanent damage as the result of torture,… … Wikipedia
Νεότουρκοι — Εθνικό, μεταρρυθμιστικό κίνημα των Οθωμανών, το οποίο φιλοδοξούσε να μετεμφυτεύσει στην Τουρκία τα ευρωπαϊκά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα. Η κίνηση ξεκίνησε από την εποχή των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του σουλτάνου Σελίμ Γ’ (1789 1807),… … Dictionary of Greek
αναβίβαστρο — το μηχάνημα με το οποίο ανυψώνεται ένα όχημα για επισκευή ή αντικατάσταση τού τροχού του, γρύλλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβιβάζω. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1847 από τον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή, ως απόδοση τού γαλλ. chevrette πρβλ. και… … Dictionary of Greek
αναβιβαστήρας — ο ο αναβατήρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 από τον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή, ως απόδοση τού γαλλ. chevrette πρβλ. κ. αναβίβαστρο] … Dictionary of Greek
αναποφλοίωτος — η, ο αυτός που δεν αποφλοιώθηκε ή δεν μπορεί να αποφλοιωθεί, αξεφλούδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αποφλοιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον ταγματάρχη Γρηγόριο Χαντσερή] … Dictionary of Greek
αναπωμαστήρας — ( ήρ, ήρος), ο εργαλείο με το οποίο αφαιρούμε το πώμα από κάτι, αλλ. τιρμπουσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπωμάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
ανολκεύς — ο είδος βαρούλκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανολκή. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον ταγματάρχη Γρηγόριο Χαντσερή, ως απόδοση του γαλλ. la chevre] … Dictionary of Greek
αντισυνταγματάρχης — ο βαθμός ανώτερου αξιωματικού του στρατού ή της χωροφυλακής μεταξύ του ταγματάρχη και του συνταγματάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + συνταγματάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek